- ἀμπεχόναι
- ἀμπεχόνηfine shawlfem nom/voc plἀμπεχόνᾱͅ , ἀμπεχόνηfine shawlfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμπεχόνη — ἀμπεχόνη, η (Α) 1. λεπτός επενδύτης ή εσθήτα που φορούσαν οι γυναίκες ή θηλυπρεπείς άντρες 2. ενδυμασία, ενδύματα 3. (στον πληθυντικό) αἱ ἀμπεχόναι τρόποι ντυσίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπέχω + όνη* (πρβλ. πείρω περόνη, ἄγχω ἀγχόνη, ἄκαινα ἀκόνη,… … Dictionary of Greek